Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

"ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΤΣΙΟΜΠΑΝΙΔΟΥ"


«Υπομονή, παιδιά. Μάθετε να ζείτε μ’ αυτό. Όλα θα πάνε καλά», είναι η τελευταία της κουβέντα προς όλους τους ανθρώπους με το ίδιο πρόβλημα. Η Ειρήνη Τσιομπανίδου έχει σκλήρυνση κατά πλάκας. Είναι 36 ετών. Ταλαιπωρείται από τα 19 της χρόνια. Δεν το έμαθε επίσημα. Κατά τύχη το άκουσε, κάποιο πρωινό. Βρεθήκαμε στο σπίτι της. Στο λιτό της σαλονάκι μού έμαθε ότι η ασθένειά της δε θεραπεύεται, «πεθαίνεις μ’ αυτό», όπως παραδέχτηκε χαρακτηριστικά η ίδια. 

Το 1996 περνά σε ΤΕΙ Λογιστικής και αποφοιτά το 2009, 12 χρόνια μετά, αλλά «δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό, γιατί κανένας δεν ξέρει την ταλαιπωρία που τράβηξα για να το βγάλω». Βρήκε τη δύναμη να μου τα πει όλα: πώς την αντιμετώπιζαν στη δουλειά της; Οι φίλοι της; Πόσοι έμειναν δίπλα της; Ποια η στάση τους στο πέρασμα των χρόνων; Πόσοι άντρες τής στάθηκαν και πόσοι το βάλανε στα πόδια; Πότε παντρεύτηκε και γιατί χώρισε; Πόσα χρήματα τής δίνει το κράτος για να ζήσει, εφόσον δεν μπορεί πια να εργαστεί; Φτάνουν;

«Αποφάσισα να δεχτώ να σου μιλήσω, γιατί θέλω να βοηθήσω ανθρώπους με το ίδιο πρόβλημα, που νομίζουν πως η ζωή γι’ αυτούς τελείωσε. Όμως, αν κάτι τέλειωσε, είναι το ίδιο το πάθος τους για τη ζωή». Το βλέπετε το φως στα ματάκια της; Εμένα με θάμπωσε. 



Η Ειρήνη στα 27 της χρόνια.
Θ.Θ.: Ειρήνη, κάνε μου μια εισαγωγή για τον εαυτό σου.

Ε.Τ.: Γεννήθηκα στις 23 Ιουλίου του ’78, στην Κάτω Καμήλα Σερρών, όπου ζω μέχρι σήμερα. Σπούδασα Λογιστική στις Σέρρες. Από τα 19 μου χρόνια δουλεύω σα λογίστρια. Στην αρχή σε πρακτικό επίπεδο, έπειτα κανονικά, με μισθό. Σταμάτησα να δουλεύω το 2009. Έκτοτε, δεν έχω δουλέψει ποτέ. Αναγνωρίζεται από το κράτος ένα 67% αναπηρίας και ζω με το επίδομα και τη σύνταξη που μου δίνει, ποσό το οποίο ανέρχεται στα 1.020 ευρώ το μήνα. Από τα χρήματα αυτά πρέπει να πληρώσω τα φάρμακα, τα εισιτήρια για να κατέβω στην Αθήνα να δω τη γιατρό μου και τα ατομικά μου έξοδα. Χωρίς τη βοήθεια των γονιών μου, δε θα μπορούσα να τα καταφέρω. Είμαι τυχερή, αν σκεφτείς ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που τα βγάζουνε πέρα εντελώς μόνοι.

Θ.Θ.: Πότε εμφανίστηκε η σκλήρυνση;

Ε.Τ.: Το 1997, όταν ήμουν 19. Ξυπνώ ένα πρωινό του Νοέμβρη, σηκώνομαι όρθια, τεντώνομαι και τρίβω τα μάτια μου. Κατεβάζω τα χέρια και το αριστερό μάτι μου δεν επανέρχεται στη θέση του. Τα ξανατρίβω, αλλά ούτε πάλι μπορώ να δω. Δεν έχω καθόλου όραση. Γρήγορα επηρεάζεται και το δεξί. Σφίγγομαι. Τρέχω μες στη θολούρα να πάρω τηλέφωνο τη μάνα μου στο χωριό - σπουδάζω στην πόλη των Σερρών εκείνη την περίοδο - της λέω ότι δε βλέπω τίποτα, με πιάνουν τα κλάματα, αντιλαμβάνεται ότι κάτι πηγαίνει στραβά, παίρνουν τ’ αμάξι με τον πατέρα μου κι έρχονται κακήν κακώς για να με πάνε στο νοσοκομείο. Εκεί, με εξετάζει γιατρός, με κοιτάζει από ‘δω, με κοιτάζει από ‘κει και μου βάζει κορτιζόνη. Μου εξηγεί ότι είναι ο μόνος τρόπος για να κερδίσω ξανά την όρασή μου. Μένω στο νοσοκομείο πέντε μέρες. Την πρώτη, καμία αλλαγή. Τη δεύτερη, σα να υποχωρεί η θαμπάδα. Την τρίτη, κάπως καλύτερα. Την πέμπτη μέρα επανήλθε η όρασή μου. Έκανα μαγνητική, αλλά δε διαπιστώθηκε τίποτα. Φεύγω ανυποψίαστη. Κοντά στο Πάσχα, όμως, ξυπνώ ένα πρωί και ζω τον εφιάλτη από την αρχή. Σηκώνομαι, τρίβω τα μάτια μου και χάνω το φως μου.

Θ.Θ.: Συγνώμη, βρε Ειρήνη, τι σου είπανε οι γιατροί την πρώτη φορά;

Ε.Τ.: «Είσαι τυχερή», μου είπανε, «δε σε χτύπησε αυτό που σκεφτόμαστε». Τη δεύτερη φορά, ξαναμπαίνω στο νοσοκομείο. Κάνω πάλι μαγνητική εξέταση και πλέον με βρίσκουν γεμάτη με στίγματα. Όμως, ακόμη και σ’ εκείνη τη φάση δε μου λένε ξεκάθαρα τι έχω. Δε γνωρίζω επίσημα τι μου συμβαίνει. Εντελώς τυχαία, ένα πρωί, τηλεφωνώ στο νοσοκομείο: «Καλημέρα σας. Η Ειρήνη Τσιομπανίδου είμαι, με θυμάστε;» ρωτώ, για να μου ‘ρθει η κεραμίδα: «Ναι. Εσύ δεν είσαι με τη σκλήρυνση κατά πλάκας;» Παθαίνω το μεγαλύτερο σοκ της ζωής μου. Από ‘κείνη τη στιγμή έσβησαν όλα. Τέλος! Ήξερα πολύ καλά για τη σκλήρυνση. Έσβησαν όλα. Όλα! Το καταλαβαίνεις; Συνειδητοποιώ τι άκουσα μόλις και της λέω: «Συγνώμη, να κάνω μια χαζή ερώτηση: πότε είχατε σκοπό να μου το πείτε;» Και μου απάντησε ότι εκείνοι δε φταίνε σε τίποτα, μίλησαν στους γονείς μου, οι οποίοι προφανώς επέλεξαν να μη μου μιλήσουν ακόμη για το θέμα. Κατεβάζω το ακουστικό με δύναμη, κρύβω το πρόσωπό μου στα χέρια μου και με πιάνουν τα κλάματα. 

Θ.Θ.: Τι είπες στους γονείς σου; 

Ε.Τ.: Στη μάνα μου. Της είπα ότι πήρα στο νοσοκομείο για να κλείσω ραντεβού για μαγνητική εξέταση και η γιατρός που σήκωσε το τηλέφωνο μού είπε τι έχω. Δε θυμάμαι τι μου απάντησε η μάνα μου. Έχω διαγράψει αυτή τη φάση από το μυαλό μου. Την έχω θάψει. Δε θέλω να τη μνημονεύω. Μου κάνει κακό.

Η Ειρήνη μαζί με φίλους κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων.
Θ.Θ.: Πάμε στο μετά, λοιπόν, Ειρήνη μου. Συνεχίζεις να δουλεύεις…

Ε.Τ.: Εννοείται. Δεν το αφήνω με ρίξει. Συνεχίζω κανονικότατα στη δουλειά μου ως λογίστρια και στοχεύω να τελειώσω το ΤΕΙ. Τα παράτησα για ένα διάστημα. Τελείωσα το 2009. Μπήκα το ’96 και τελείωσα το ’09 - και δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό, γιατί κανένας δεν ξέρει την ταλαιπωρία που τράβηξα για να το βγάλω. Ξεκινά ένα μαρτύριο για μένα. Το 2002 με χτυπά και πάλι. Στα μάτια. Παίρνω για πέντε μέρες κορτιζόνη. Μετά άλλαξε το τροπάρι. Κάνω να σηκωθώ ένα πρωί από το κρεβάτι και δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Ξαπλώνω πάλι και κλαίω. Γιατί ξέρω ότι ο μόνος γ!@#$%^&* τρόπος για να σταματήσει - προσωρινά, βέβαια - όλο αυτό, είναι να πάω στο νοσοκομείο και να μου βάλουν κορτιζόνη. Φωνάζω, λοιπόν, τη μάνα μου και της λέω ότι δεν περπατάω. Μου χορηγούν στο νοσοκομείο πάλι κορτιζόνη και στις πέντε μέρες επανέρχομαι. Μεγάλη πίκρα, αγόρι μου. Πίστεψέ με. 

Θ.Θ.: Παρά τις δυσκολίες, δεν εγκαταλείπεις ποτέ τη δουλειά σου. Λογίστρια σε εταιρεία. Τι κλίμα επικρατεί στο εργασιακό σου περιβάλλον; Οι συνάδελφοί σου γνωρίζουν για σένα; Πώς σε αντιμετωπίζουν;

Ε.Τ.: Το ξέρουν οι πάντες από την αρχή. Είναι όλοι τους πολύ διακριτικοί. Δε με ρώτησε ποτέ κανένας για την ασθένεια. Βέβαια, για να μη γελιόμαστε, πίσω από την πλάτη μου ίσως ψιθύριζαν κάποιοι λόγια.

Θ.Θ.: Τις περιόδους που λείπεις στο νοσοκομείο και γυρίζεις πέντε μέρες μετά, πώς σε υποδέχονται;

Ε.Τ.: Με χαμόγελα. Πολύ γλυκά. Συνηθισμένα. Δεν ασχολούνται με το πρόβλημά μου.

Η Ειρήνη απολαμβάνει το freddo cappuccino στο μπαλκόνι της
κι εγώ την απαθανατίζω με το φακό της φωτογραφικής μου μηχανής.
Θ.Θ.: Στα 19 σου, οπότε κι εμφανίζεται η ασθένεια, έχεις κάποια ερωτική σχέση;

Ε.Τ.: Αρχικά, να σου πω ότι με όποιο αγόρι (τότε) ή άντρα (αργότερα) είχα νταλαβέρι στη ζωή μου, μαζί με τ’ όνομά μου έλεγα κι ότι έχω σκλήρυνση. Ήθελα να είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρη από την αρχή με όλους, Θοδωρή μου. Βέβαια, όλοι τους, αργά ή γρήγορα, εξαφανίζονταν από τη ζωή μου - διακριτικά ή μη. Στα 14 μου, έχω την πρώτη μου σχέση. Αγαπηθήκαμε τρελά, σε μια ηλικία τρυφερή, όμορφη κι αγνή. Στα 18 με χωρίζει. Ήθελε να μείνουμε μαζί. Αλλά δεν ήθελε να σπουδάσω. Καλά, μετά αρραβωνιάστηκε τρεις φορές. Σήμερα είναι παντρεμένος με παιδιά. Μέχρι σήμερα πιστεύω ότι αρρώστησα εξαιτίας του άγχους και της στενοχώριας μου για την κατάσταση. Έπειτα, είχα περιστασιακές σχέσεις. Δεν αισθανόμουν άνετα να μείνω σε μία σχέση για καιρό. Φοβόμουν ότι σύντομα ή αργότερα θα ερχόταν η απόρριψη.

Θ.Θ.: Οι φίλοι σου τι σου έλεγαν; Ποια είναι η στάση ολ’ αυτά τα χρόνια;

Ε.Τ.: Τα κλασικά, να βρω κάποιον, να νιώσω καλά, να αγαπήσω, να αγαπηθώ. Άκουσε να σου πω. Ποτέ μου δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με κανένα φίλο ή φίλη. Πάντα έτεινα προς τη μοναξιά. Είμαι βαθιά μοναχικό άτομο. Η ίδια ζητώ την απομόνωση. Εγώ ξεκόβω τον εαυτό μου από τους άλλους. Εγώ επέλεξα ν’ αφήσω τους φίλους μου έξω απ’ ολ’ αυτά.

Θ.Θ.: Για ποιο λόγο; Μου κάνει εντύπωση.

Ε.Τ.: Γιατί να βάλεις κάποιον σε μια διαδικασία, την οποία καλά - καλά δεν μπορείς εσύ ν’ αντέξεις! Οι άνθρωποι προσπάθησαν να με βοηθήσουν, να με πλησιάσουν, εγώ ήμουν αυτή που τους έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα. Η Ρίτσα μόνο, εκείνη άντεξε τη συμπεριφορά μου. Ερχόταν, η κοπέλα, μαζί μου στο νοσοκομείο, με γύριζε σπίτι, μου μίλαγε γλυκά, μου ‘δινε θάρρος.

Θ.Θ.: Σήμερα έχετε επαφές με τη Ρίτσα;

Ε.Τ.: Όχι. Έκανα τη μ!@#$%^ και παντρεύτηκα. Την έχασα. Εγώ φταίω.

Θ.Θ.: Πότε γνωρίζεις τον πρώην σύζυγό σου;

Ε.Τ.: Στα 26 τον γνωρίζω και στα 27 τον παντρεύομαι. Ήταν προξενιό της ξαδέρφης μου. Μου λέει μια μέρα: «Μπορώ να σου κανονίσω να βγεις για έναν καφέ με κάποιον». Δέχομαι. Πίνουμε έναν καφέ. Μου έδειξε αγάπη. Συμπόνια. Με συγκίνησαν τα λόγια του. Κι εγώ ήθελα να έχω δίπλα μου έναν άνθρωπο, ανάγκη είναι, το καταλαβαίνεις. Του αποκάλυψα από την πρώτη στιγμή τι μου συμβαίνει, για να μου απαντήσει εντελώς ψύχραιμα ότι δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα κι ότι θα με στηρίξει μέχρι το τέλος. Τον πίστεψα. Το 2006 ήπιαμε εκείνον τον καφέ, το 2007 παντρευτήκαμε. Στους έξι μήνες είχαμε αρραβωνιαστεί. Μετά το γάμο, φεύγουμε από το χωριό και πηγαίνουμε να μείνουμε στην πόλη των Σερρών. Νοικιάζουμε ένα σπίτι, το επιπλώνουμε, το συμμαζεύουμε, έτοιμο. Στο μεταξύ, συνεχίζω να δουλεύω. Αρχίζει μια ζωή καλή, Θοδωρή. Με την πάροδο του καιρού, όμως, συνειδητοποιώ με φρίκη ότι δεν τον αγάπησα ποτέ αυτόν το άντρα.

Θ.Θ.: Τότε γιατί τον παντρεύτηκες;

Ε.Τ.: Ήθελα να το κάνω, έτσι, για να πω ότι παντρεύτηκα! Μέγα λάθος. Αυτός ο γάμος δεν έπρεπε να γίνει ποτέ. Θέλω σ’ αυτό το σημείο να μου επιτρέψεις να πω σε όλα τα νέα παιδιά - άρρωστα και υγιή - ότι δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για γάμο. Και αν οι γονείς κάποιων το έχουνε βάλει σκοπό να τους παντρέψουν για τα μάτια του κόσμου, γιατί αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, όπως λένε, στη Γη, πλανώνται οικτρά, έτσι να τους πουν. Ελεύθερη βούληση, παιδιά. Η ζωή σάς ανήκει. Μην αφήνετε τους άλλους ν’ αποφασίζουν για εσάς, ακόμη κι αν μιλάμε για τους ανθρώπους που σας φέρανε στον κόσμο, τους ίδιους τους γονείς σας. Δεν παντρεύεσαι γιατί θέλεις να έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο, Ειρήνη! Παντρεύεσαι από αγάπη.



Θ.Θ.: Πώς είναι ο έγγαμος βίος σας; Σε στήριζε, όπως περίμενες;

Ε.Τ.: Όχι.

Θ.Θ.: Ήταν αδιάφορος;

Ε.Τ.: Εντελώς.

Θ.Θ.: Εξαφανιζόταν;

Ε.Τ.: Ναι. Γλυκόπικρη η συμβίωσή μας. Πάντα μαγείρευα αποβραδίς. Γυρίζαμε το μεσημέρι κι οι δύο από τη δουλειά, έβαζα να φάμε, κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, βλέπαμε τηλεόραση… Πνιγόμασταν στη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Θ.Θ.: Δεν υπήρχε ουσιαστική επικοινωνία.

Ε.Τ.: Αφού δεν υπήρχε αγάπη;

Θ.Θ.: Και πώς περνά ο καιρός σ’ ένα σπίτι μ’ έναν άνθρωπο που δεν επικοινωνείς;

Ε.Τ.: Το σπίτι στο οποίο μένουμε μας το νοικιάζει μία συμπαθέστατη κυρία με δύο παιδάκια. Αγάπησα πολύ αυτήν την κυρία και τα παιδάκια της. Πάρα πολύ. Βρίσκω διέξοδο σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Η επόμενή μου κίνηση ήταν ο χωρισμός. Μια κυριακάτικη νύχτα ρίχνω τίτλους τέλους.

Θ.Θ.: Εκείνος πώς αντιδρά;

Ε.Τ.: Πολύ ήρεμα. Σηκώθηκε, πήρε τα πράγματά του κι έφυγε. Ήθελε να χωρίσουμε. Απλά δεν είχε τ’ α!@#$%^ να γυρίσει και να νου το πει. Το έκανα εγώ.

Θ.Θ.: Πότε υπεγράφη το διαζύγιο;

Ε.Τ.: Την επόμενη Παρασκευή.

Θ.Θ.: Συναινετικό;

Ε.Τ.: Ναι.

Θ.Θ.: Οπότε, πλέον, λύνονται τα χέρια σου.

Ε.Τ.: Εντελώς.

Θ.Θ.: Γυρίζεις πάλι στη μοναξιά σου.

Ε.Τ.: Όντως.

Θ.Θ.: Δε βρέθηκε από τότε κάποιος άλλος άντρας;

Ε.Τ.: Έξι μήνες μετά. Δε θα πω τ’ όνομά του. Ήταν έρωτας. Ήταν αγνή αγάπη. Τον αγάπησα πραγματικά, Θοδωρή μου.

Θ.Θ.: Ο άντρας αυτός έχει το ίδιο πρόβλημα με σένα;

Ε.Τ.: Ναι.

Θ.Θ.: Πώς περνάει ο καιρός σας;

Ε.Τ.: Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ τον αγαπάω. Είμαι τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη! Αλλά ξέραμε κι οι δύο μέσα μας ότι αυτό που ζούμε είναι παροδικό. Σύντομα θα περνούσε. Υπήρχε απόσταση. Εκείνος ζούσε στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Εγώ βόρεια. Ήμασταν μακριά. Στα δύο χρόνια, το λήξαμε. Έφυγε από την Αθήνα, πήγε στη Ρόδο, βρήκε μια κοπέλα και σήμερα είναι παντρεμένος.

Θ.Θ.: Πώς το μαθαίνεις, από τον ίδιο;

Ε.Τ.: Ναι.

Θ.Θ.: Πώς αντιδράς;

Ε.Τ.: Τον αγαπούσα πολύ. Ήθελα να είναι καλά.

Θ.Θ.: Ειρήνη, έχεις επισκεφθεί ποτέ κάποιον ψυχολόγο;

Ε.Τ.: Ναι. Αλλά δε βοηθήθηκα. Ξέρεις γιατί; Δε μίλησα.

Θ.Θ.: Πήγαινε πάλι. Πες του τα όλα.

Ε.Τ.: Θα ειπωθούν αλήθειες. Δεν ξέρω αν θα τις αντέξω.

Θ.Θ.: Είναι προτιμότερο να ζεις σε μια πλάνη; Ή με μισές αλήθειες;

Ε.Τ.: Όχι. Μπορεί να πάω.

Θ.Θ.: Μίλησέ μου για τους γονείς σου.

Ε.Τ.: Στενοχωριέμαι, μωρέ. Στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να είμαι όπως με φέρανε στον κόσμο. Το μεγαλύτερο μαράζι μου. Αν δεν είχα δίπλα μου τη Βάσω και το Γιάννη, δε θα τα κατάφερνα.

Θ.Θ.: Ειρήνη μου, τι άλλο σ’ έχει σημαδέψει στη ζωή σου;

Ε.Τ.: Οι αυτοκτονίες των δύο θείων μου, αδέρφια του πατέρα μου. Ο ένας αυτοκτόνησε γιατί είχε κατάθλιψη. Ο άλλος δεν ξέρουμε.

Θ.Θ.: Είσαι ανοιχτή σε μία νέα ζωή πλάι σε κάποιον άντρα;

Ε.Τ.: Αμέ.

Θ.Θ.: Παιδιά; Μπορείς να κάνεις;

Ε.Τ.: Μπορώ να κάνω, αλλά δε θέλω. Γιατί ξέρω ότι αφότου γεννήσω, θα με χτυπήσει δυνατότερα η ασθένεια.

Θ.Θ.: Ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που έχεις κάνει στη ζωή σου;

Ε.Τ.: Που πήρα το Proficiency.

Θ.Θ.: Κι αυτό για το οποίο μετάνιωσες;

Ε.Τ.: Που παντρεύτηκα.

Θ.Θ.: Θα παντρευόσουν δεύτερη φορά;

Ε.Τ.: Ναι, αλλά με προϋποθέσεις αυτή τη φορά. 

Θ.Θ.: Ιδανική ζωή;

Ε.Τ.: Υγεία ολούθε!

Θ.Θ.: Πες μια κουβέντα προς όλους εκείνους με το ίδιο πρόβλημα.

Ε.Τ.: Υπομονή. Τίποτ’ άλλο. Υπομονή, παιδιά. Μάθετε να ζείτε μ’ αυτό.




Συνέντευξη στο Θοδωρή Θεοχαρίδη.


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

"ΣΥΝΕΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΟΖΑΪΤΗ"



«Δε σταματώ να απαιτώ από τον εαυτό μου να γίνεται καθημερινά ολοένα και καλύτερος. Είμαι τελειομανής, αυστηρός κριτής του εαυτού μου, γι’ αυτό και θέλω να υπάρχει μια σειρά, μια τακτική, ώστε κάθε φορά κάπου να βγαίνω, να προχωρώ ένα βήμα παραπέρα», είναι τα λόγια του Δημήτρη Βοζαΐτη κάπου στα μισά της κατά πρόσωπο κουβέντας μας, τη στιγμή που με κοιτάζει κατάματα και με πείθει για την αυθεντικότητα, την αυτογνωσία και την ενστικτώδη ορμή του χαρακτήρα του. Νωρίτερα, στέκομαι έμπροσθεν μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Περιμένω. Παρατηρώ τους ανθρώπους που βιάζονται, κωλυσιεργούν, τρέχουν, περπατούν πάνω - κάτω στην πολύβουη και φασαριόζικη Λιοσίων. Μέχρι που στρέφω το βλέμμα μου στ’ αριστερά και τον βλέπω. Ο Δημήτρης λάμπει από μακριά. Φορά μια ροζ μπλούζα κι ένα τζιν, κοντό παντελόνι. Μπαίνοντας στο σπίτι του, το ραδιόφωνο είναι στη δια πασών, αναπαράγοντας αγαπημένες, έντεχνες επιλογές του #Δίεση, οι οποίες μας ακολουθούν μέχρι να φτάσουμε στην κατάμεστη από φυτά βεράντα του. 


Ο Δημήτρης Βοζαΐτης είναι γεννημένος στις 2 του Φλεβάρη του ’86 στη Ζάκυνθο. Σπουδάζει Βιβλιοθηκονομία και Αρχειονομία. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνει ότι το τραγούδι τού πηγαίνει περισσότερο. Πριν από έναν περίπου χρόνο, λοιπόν, γεννάται το «Για Ένα Αύριο», σε μουσική του Ανδρέα Αποστόλου και στοίχους του Στράτου Αλημπατέ. Ενώ τον περασμένο Μάρτη, η μουσική του Μαρίνου Καρβελά κι οι στοίχοι του Στράτου Αλημπατέ «ντύνουν» το «Ένας Μονόλογος Φυγής». Με τις live εμφανίσεις τους στο "Carabet Voltaire", "Μεθοδία Live Stage", "Ghost House" και "Μπουάτ Απανεμιά", αποκτούν το δικό τους πιστό κοινό. Το 2016, ο Δημήτρης Βοζαΐτης, σε συνεργασία με συνθέτες - έκπληξη, ετοιμάζει το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με 12 ολοκαίνουρια κομμάτια. 



Θ.Θ.: Δημήτρη, πότε καταλαβαίνεις ότι θ’ ασχοληθείς με το τραγούδι;

Δ.Β.: Κοντά στα δεκάξι μου χρόνια, όταν αρχίζω πια να καταλαβαίνω περισσότερο τον εαυτό μου και να θέτω κατευθυντήριες γραμμές. Στα δεκαεφτά μου, φεύγω από τη Ζάκυνθο κι έρχομαι στην Αθήνα. Ξεκινώ μαθήματα φωνητικής με τον Κωνσταντίνο Χατζή, δημιουργούμε μία καλλιτεχνική ομάδα μαζί με συμμαθητές μου, την οποία ο καθηγητής μου βαφτίζει με τ’ όνομα «Χρώμα», επειδή έβλεπε, όπως μας έλεγε συχνά, χρώματα - και παίζουμε για μερικές παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Καταλαβαίνω πλέον ότι αυτός είναι ο δρόμος που θέλω ν’ ακολουθήσω. Είναι ξεκάθαρο στα μάτια μου. 

Θ.Θ.: Σε μία από αυτές τις παραστάσεις, σε πλησιάζει ο Στράτος Αλημπατές, ο οποίος υπογράφει σήμερα στιχουργικά τα δύο πρώτα κομμάτια σας. Τι γίνεται εκείνη τη νύχτα;

Δ.Β.: Τελειώνει η παράσταση, με πλησιάζει ένας συμπαθητικός τύπος και μου λέει: «Γεια σου, είμαι ο Στράτος και γράφω στοίχους. Θα ήθελα να τους διαβάσεις και να μου πεις τη γνώμη σου». Ξαφνιάστηκα. Δε μου ‘χε τύχει κάτι πανόμοιο. Κοντολογίς, βγήκαμε, μιλήσαμε, διάβασα τους στοίχους του, είδα πώς γράφει, το είδος της γραφής του - θεωρώ πολύ σημαντικό το στοίχο σ’ ένα κομμάτι, μου αρέσει ο ψαγμένος στοίχος, ο φιλοσοφημένος, ο σοφιστικέ - δέσαμε και γίναμε ένα όμορφο, καλλιτεχνικό δίδυμο. Σ’ εκείνο το ραντεβού μού έδωσε, θυμάμαι, σ’ ένα χαρτί κάτι στοίχους με τίτλο «Για Ένα Αύριο». Μου ‘πε ότι γνωρίζει κάποιον που μπορεί να γράψει τη μουσική, τον Ανδρέα Αποστόλου, ένα νέο, ταλαντούχο παιδί. Το κόβουμε από ‘δω, το ράβουμε από ‘κει και τελικά το ηχογραφούμε. Είναι το πρώτο μας τραγούδι. Να σημειώσω ότι πέρα από τους στοίχους, ο Στράτος αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις, το management και φυσικά την καλλιτεχνική επιμέλεια των live εμφανίσεών μας σε διάφορες μουσικές σκηνές, όπου παίζουμε φυσικά το κομμάτι μας, αλλά και τραγούδια από τον ευρύτερο έντεχνο, λαϊκό χώρο.

Θ.Θ.: Τις πρώτες έξι παραστάσεις του παρθενικού σας ταξιδιού εμπιστεύεται το «Cabaret Voltaire».

Δ.Β.: Πάντα θα το λέω. Είμαστε ευγνώμονες απέναντί τους. Απίστευτη εμπειρία. Έξι παραστάσεις σε τέσσερις μήνες, με τον Πέτρο Κουτρουμπή στην κιθάρα. Για καλή μας τύχη και προς μεγάλη μας έκπληξη και χαρά, κάθε φορά είμαστε γεμάτοι, ο κόσμος μάς αγκαλιάζει. Παίρνουμε θάρρος και ενέργεια, σε μία στιγμή που ψάχνουμε καλλιτεχνικά από κάπου να πιαστούμε. Τελειώνουν οι παραστάσεις, οι οποίες γίνονται άνοιξη προς καλοκαίρι του 2014 και για το υπόλοιπο του καλοκαιριού δεν κάνουμε τίποτα. Βρισκόμαστε, όμως, σε μια διαδικασία συνεχούς αναζήτησης της καλλιτεχνικής μας πορείας. Είμαστε φρέσκοι. Έχουμε βγει, βέβαια, από το αυγό μας, αλλά «μυρίζουμε καινούριο», είμαστε ακόμη νεογνά. Αποφασίζουμε, λοιπόν, να κάνουμε κάποιες αλλαγές. Γνωρίζω μέσω του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη την Κατερίνα Τεπελένα (βιολίστρια), η οποία μου συστήνει το Γιάννη Καφετζόπουλο (πιανίστας). Τα παιδιά αυτά αποτελούν μέχρι σήμερα την μπάντα μου. Αμέσως μετά, κοντά στο Σεπτέμβρη, μας προσεγγίζει ο Μαρίνος Καρβελάς - συνθέτης, τραγουδοποιός, ερμηνευτής - και του δίνει ο Στράτος το δεύτερο κομμάτι που γράφει, το «Ένας Μονόλογος Φυγής». Δύο μήνες μετά, το δεύτερο τραγούδι μας - πιο επαγγελματικό, σε όλα τα επίπεδα, από το πρώτο - είναι στη διάθεση και την κρίση του κόσμου. Το Δεκέμβρη επιστρέφουμε με πέντε παραστάσεις στην αγαπημένη πια και φιλόξενη σκηνή του «Cabaret Voltaire». Ο κόσμος είναι ξανά παρών - ενώ κάτι που μου ‘κανε φοβερή εντύπωση και μου άρεσε ιδιαίτερα είναι ότι ανανεώνεται, βλέπω στο κοινό μας καινούρια πρόσωπα, όλων των ηλικιών! Στη συνέχεια, μαζεύουμε τα μπαγκάζια μας και πηγαίνουμε σε έναν άλλον υπέροχο, αξιολάτρευτο και ιστορικό χώρο. Ψηλά στην Πλάκα, λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη, δεσπόζει η «Μπουάτ ΑΠΑΝΕΜΙΑ», ένας χώρος ο οποίος θυμίζει την παλιά Αθήνα και από τον οποίο έχουνε περάσει μεγάλα ονόματα, ένα εξ αυτών είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Τρομερή εμπειρία, διότι ο κόσμος μάς ακολουθεί και εκεί.

Θ.Θ.: Τι σου λένε οι γονείς σου για ολ’ αυτά;

Δ.Β.: Η μητέρα μου με στηρίζει από τα πρώτα μου βήματα και είναι πλάι μου σε κάθε στιγμή της ζωής μου. Εκείνος ο οποίος μέχρι και την τελευταία παράστασή μας στο «Cabaret Voltaire» δεν είχε έρθει σε κανένα από τα live μας, είναι ο πατέρας μου. Όταν πια του επιτρέπουν οι υποχρεώσεις του να έρθει να μας δει, κάθεται σ’ ένα τραπέζι και λίγο αφότου ξεκινάμε να παίζουμε, παρατηρώ πάνω από τη σκηνή ότι τον πιάνουν τα κλάματα. Με το πέρας του live, του λέω: «Πατέρα, γιατί έκλαιγες;» «Γιατί είσαι υπέροχος. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω παραπάνω». Ήταν μιαν έντονη, προσωπική στιγμή. (Σχεδόν βουρκώνει, μα γρήγορα αποδιώχνει τα δάκρυα που πιάστηκαν από τις άκρες των ματιών του).

Θ.Θ.: Ο αδερφός σου; (ρωτώ αμέσως για να τον αποφορτίσω).

Δ.Β.: Το παράπονο το έχω από το Γιάννη, ο οποίος δεν έχει έρθει ακόμη να μας ακούσει! Το κατανοώ, όμως, γιατί είναι δουλευταράς και τον απασχολούν οι υποχρεώσεις του. Είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα έρθει. Και πιθανό να μη μου το πει, παρά θα μου το φυλάξει ως έκπληξη. (Ζεστό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του, ενθυμούμενος τον αδερφό του).

Θ.Θ.: Τι αλλάζει στο Δημήτρη - άνθρωπο και στο Δημήτρη - μουσικό από τότε που αρχίζει να τραγουδάς;

Δ.Β.: Στο Δημήτρη - άνθρωπο αλλάζει η αυτοπεποίθησή του. Ωριμάζω γρηγορότερα. Γίνομαι πιο συνειδητοποιημένος. Ξέρω με μεγαλύτερη βεβαιότητα και σιγουριά τι ακριβώς ζητώ, τι ψάχνω, πού θέλω να φτάσω. Ως μουσικός, αποκτώ περισσότερες γνώσεις, «καλλιεργείται» το αυτί μου, ακούω καθαρότερα, τραγουδώ καλύτερα. Κάτι, το οποίο ακόμη εξελίσσεται. Και, νομίζω, δε θα σταματήσει ποτέ. Και στα δύο επίπεδα που θέτεις, πάντως, δε σταματώ να απαιτώ από τον εαυτό μου να γίνεται καθημερινά ολοένα και καλύτερος. Είμαι τελειομανής, αυστηρός κριτής του εαυτού μου, γι’ αυτό και θέλω να υπάρχει τακτική, σειρά, ώστε κάθε φορά κάπου να βγαίνω, να προχωρώ ένα βήμα παραπέρα.

Θ.Θ.: Από τα λίγα λεπτά που μιλάμε σ’ αυτό το μπαλκόνι, εικάζω ότι, ως μικρό παιδί, ήσουνα λιγάκι φοβισμένος…

Δ.Β.: Πάρα πολύ, (απαντά μ’ ένα μισόγελο, χείλη τεντωμένα και κλειστά, από την άκρη των οποίων γλιστρούν ακαθόριστες αναμνήσεις). Ιδιαίτερα κλειστός χαρακτήρας. Δε μιλούσα πολύ, δεν έκανα εύκολα φιλίες. Κάτι, το οποίο παύει να ισχύει στην 3η Λυκείου, οπότε βλέπεις έναν άλλο Δημήτρη: κοινωνικό, εξωστρεφή, σκανταλιάρη και ατάσθαλο.

Θ.Θ.: Πίσω στο παρόν. Πώς αντιμετωπίζετε ως μπάντα τα προβλήματα που προκύπτουν εξαιτίας της  κρίσης;

Δ.Β.: Έχω ένα πολύ μεγάλο ατού, το οποίο έχει όνομα και ακούει στο «Στράτος Αλημπατές» (γέλια!) Είναι ο μπροστάρης. Χάρη, λοιπόν, στις ευκαιρίες που του έδωσαν οι άνθρωποι από τους οποίους ζήτησε βήμα, γίναμε γνωστοί σε μία γενναία μερίδα κόσμου, η οποία έφερε την επόμενη, η επόμενη τη μεθεπόμενη κ.ο.κ. Δεν υπάρχει μυστική συνταγή επιτυχίας. Αρέσεις; Καλώς. Δεν αρέσεις; Κάποιο λάθος κάνεις.

Θ.Θ.: Πόσο καιρό προετοιμάζετε μια παράσταση;

Δ.Β.: Κοντά ένα μήνα. Πατά πρώτος το γκάζι ο Στράτος, ο οποίος έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια της παράστασης. Μου στέλνει τα κομμάτια που έχει επιλέξει ν’ ακουστούν. Μου δίνει το περιθώριο να του πω: «Στράτο μου, αυτό δε μου αρέσει», για να μου απαντήσει εκείνος αμέσως: «Εντάξει, βάλε κάποιο που σου αρέσει περισσότερο και είναι πιο κοντά στη φωνή σου». Έπειτα, οι επιλογές αυτές θα φύγουν από ‘μας για να καταλήξουν στους μουσικούς, οι οποίοι έχουν επίσης το δικαίωμα - και την κρίση - να μας πουν ποιο δε θα βγει ωραία στο live, άρα το διαγράφουμε, ποιο θα βγει όμορφα, άρα θα το κρατήσουμε σίγουρα. Επίτρεψέ μου να πω ότι η ελευθερία που μας δίνει ο Στράτος, είναι μεγάλο πλεονέκτημα. Εντείνει το πνεύμα συνεργασίας και όλη η ιστορία αποκτά στο τέλος ένα καλύτερο σενάριο.

Θ.Θ.: Έχεις άγχος πριν ανέβεις στη σκηνή;

Δ.Β.: Πάντα. Μετά το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι, όμως, λύνομαι. (Πήρε να μου διηγείται ένα ευτράπελο που του συνέβη στο «Ζεύξις Club»): Είμαστε στα καμαρίνια. Έχω τρομερό άγχος. Κάνω εισπνοές - εκπνοές, περπατώ νευρικά πάνω - κάτω. Είναι αδύνατο να ηρεμήσω. Στο μεταξύ, οι μουσικοί μου έχουνε βγει κι αρχίζουν να παίζουν το ορχηστρικό, μετά από το οποίο βγαίνω εγώ. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ξεκινώ να κατεβαίνω τις σκάλες, δεν προσέχω την προεξοχή που κάνει ο τοίχος σε κάποιο σημείο και χτυπώ άσχημα στο κεφάλι. Αίφνης, τα πάντα θολώνουν γύρω μου, το χειροκρότημα του κόσμου φτάνει μετά βίας στ’ αυτιά μου, χαμογελώ μέσα σε μια παραζάλη δίχως προηγούμενο, μ’ ένα σάλτο βρίσκομαι στη σκηνή και, χωρίς ίχνος άγχους κι ανησυχίας, ξεκινώ να τραγουδάω το πρώτο κομμάτι. Δε μ’ ένοιαζε τί - πο - τα! Αφού λέω του Στράτου: «Θα ‘ρχεσαι κάθε φορά και θα μου δίνεις μία στο κεφάλι, να μην καταλαβαίνω!» (γέλια!)

Θ.Θ.: Όμορφη και άσχημη στιγμή on stage;

Δ.Β.: Θα σου πω πρώτα την όμορφη. Είμαστε στη «Μεθοδία». Τραγουδώ το «Για Ένα Αύριο». Κάποια στιγμή, πριν το ρεφρέν, το τραγούδι έχει μια παύση. Δεν προλαβαίνω να μπω μετά την παύση κι ακούω τον κόσμο να τραγουδά το ρεφρέν. Ε, για μένα δεν υπήρχε εκείνη η στιγμή. Και η άσχημη: δε θα πω πού. Πρεμιέρα. Πολύ άγχος. Τα καταφέρνουμε πολύ καλά, μέχρι που κάνουμε ένα διάλειμμα. Περνούν δέκα λεπτά κι αποφασίζουμε να γυρίσουμε στη σκηνή. Κοιτάζω στον ήχο για να κάνω νόημα του ηχολήπτη ότι ξεκινάμε πάλι, αλλά δε βλέπω κανέναν πάνω από την κονσόλα. «Ρε παιδιά, πού είναι ο ηχολήπτης;» ρωτώ τους γύρω μου. Είχε φύγει. Τα ήπιε, μέθυσε κι έφυγε. (γέλια!) Να μην ξέρουμε τι να κάνουμε. Ένα μαγαζί κατάμεστο. Λύση, καμία. Τελικά, ειδοποίησα μια γνωστή μου, ηχολήπτρια στο επάγγελμα, έφτασε σε μισή ώρα, ανέβηκε κακήν κακώς στον ήχο και συνεχίσαμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Αλλά αισθάνθηκα άσχημα για τον κόσμο, κατάλαβες;

Θ.Θ.: Τι γνώμη έχεις για τις ελληνικές, μουσικές σκηνές;

Δ.Β.: Τις λατρεύω. Ακόμη κι όταν δεν τραγουδάω, δηλαδή, στις μουσικές σκηνές θα με βρεις. Μου αρέσει πολύ ο «Σταυρός του Νότου», από τις σπουδαιότερες μουσικές σκηνές στην Αθήνα. Μου αρέσουν, όμως, κι οι μικρότερες. Το «Cabaret Voltaire», για παράδειγμα, είναι ένας ζεστός χώρος, ειδικά για ένα νέο καλλιτέχνη, αλλά δίνει και στο θεατή μιαν άλλη γλύκα. Το «Ghost House», στου Ψυρρή. Οι μικρές σκηνές είναι πιο παρεΐστικες.

Θ.Θ.: Τι λατρεύεις και τι μισείς στο χώρο σου;

Δ.Β.: Χμ… Ένας χώρος διφορούμενος. Λατρεύω τη μουσική του, γι’ αυτό μπήκα, άλλωστε. Μισώ, όμως, τις κλειστές πόρτες των επιχειρήσεων, ενώ έχουν απέναντί τους κάτι καινούριο. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά τους. Ότι δεν είμαστε πολύ γνωστοί. Ή, ότι δεν έχουμε χρήματα.

Θ.Θ.: Παρότι είσαι στην αρχή της καριέρας που φιλοδοξείς να κάνεις στο ελληνικό, έντεχνο τραγούδι, βιώνεις ανταγωνιστικές συνθήκες;

Δ.Β.: Ανταγωνιστικός απέναντί μου υπήρξε μονάχα ο εαυτός μου. Μέχρι στιγμής, όχι, δεν αισθάνθηκα ότι κάποιος με αντιμετωπίζει ανταγωνιστικά. Φροντίζω, Θοδωρή μου, να κάνω τη δουλειά μου όσο πιο σωστά γίνεται και να εξελίσσομαι, όπως λέγαμε νωρίτερα, πρώτα σαν άνθρωπος κι έπειτα σα μουσικός μέσα από αυτή και μόνο. Έως και σήμερα, μόνο θετικά μού έχουν φερθεί οι άνθρωποι του χώρου. Πίσω από την πλάτη μου, βέβαια, δεν μπορώ να ξέρω τι γίνεται και τι λέγεται.

Θ.Θ.: Τι σου κόστισε περισσότερο για να φτάσεις μέχρι αυτό το επίπεδο;

Δ.Β.: Οι φίλοι που έχασα. Τη στιγμή, όμως, που εκείνοι μου καταλογίζουν ότι δεν τους έδωσα την προσοχή που ήθελαν, εγώ τους καταλογίζω ότι δεν ήταν μαζί μου σε όλο αυτό.

Θ.Θ.: Ποια είναι τα ινδάλματά σου;

Δ.Β.: Από μικρή ηλικία έχω ιδιαίτερη αγάπη στη Celine Dion. Μεγάλωσα με τα κομμάτια της. Η Celine Dion ήταν και θα είναι η πιο ευχάριστη, μουσική συντροφιά μου. Μετά την ενηλικίωσή μου, αλλάζει εντελώς ο τρόπος που αντιδρώ κι εκδηλώνω τα αισθήματά μου, τον ψυχικό μου κόσμο πιο γενικά, οπότε γίνομαι θαυμαστής των Αρβανιτάκη, Ιωαννίδη, Μάλαμα, Νταλάρα, Αλεξίου. Και φτάνουμε στο σήμερα. Αγαπώ μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο τη  Νατάσσα Μποφίλιου. Τι φωνή, Θεέ μου! Βέβαια, δεν μπορώ να κρύψω τη συμπάθειά μου για την Ελένη Πέτα, την Ελεωνόρα Ζουγανέλη και τη Μαριέττα Φαφούτη. Ενώ από τις πιο καινούριες, μου αρέσει η Γεωργία Νταγάκη.

Θ.Θ.: Με ποιους καλλιτέχνες θα ήθελες να συνεργαστείς;

Δ.Β.: Αλκίνοος Ιωαννίδης και Γιώργος Νταλάρας. Νατάσσα Μποφίλιου και Ελένη Πέτα.

Θ.Θ.: Τι έχουν αυτοί που δεν έχουν οι υπόλοιποι που ανέφερες;

Δ.Β.: Η Μποφίλιου είναι η vintage της Αθήνας. Εκτός, δηλαδή, από τη φωνή της, ξεχωρίζω και το style της. Παρότι, χρονολογικά, ανήκει στη γενιά μου, κουβαλά την ψυχή της από μιαν άλλη, παλαιότερη δεκαετία. Η Πέτα έχει χαρακτηριστικό χρώμα στη φωνή της. Ο Ιωαννίδης έχει στιγματίσει τα παιδικά μου χρόνια. Ο Νταλάρας μπορεί να πει τα πάντα. Θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος άντρας τραγουδιστής στην Ελλάδα.

Θ.Θ.: Θα πήγαινες σε κάποιο μουσικό talent show;

Δ.Β.: Όχι.

Θ.Θ.: Γιατί;

Δ.Β.: Νιώθω πλήρης με ό,τι έχω καταφέρει να κάνω μέχρι τώρα. Ναι, δεν είμαι τόσο γνωστός όσο θα γινόμουν αν πήγαινα σε κάποιο τηλεοπτικό talent show, αλλά θέλω να δοκιμαστώ, να ψηθώ, να με καθορίσω, να με διαμορφώσω, χωρίς την εφήμερη δημοσιότητα που μπορεί να μου προσφέρει μια τηλεοπτική εκπομπή. Από την άλλη, δεν κρίνω εκείνους που πήγανε, είτε επειδή έχουνε κάποιο σκοπό, είτε γιατί ήταν απωθημένο, ίσως. Οι μόνοι κριτές μου, Θοδωρή, είναι το κοινό κι οι συνεργάτες μου.

Θ.Θ.: Στο εξωτερικό θα έφευγες;

Δ.Β.: Ναι!

Θ.Θ.: Με τη σιγουριά που μου απαντάς, καταλαβαίνω ότι έχει περάσει από το νου σου σοβαρά αυτή η σκέψη.

Δ.Β.: Πολλές φορές.

Θ.Θ.: Τι σε κράτησε πίσω και τι σε περίμενε έξω;

Δ.Β.: Έξω με περίμενε μία πολύ καλή δουλειά γραφείου σε μία εταιρεία, με τα διπλά χρήματα, συγκριτικά με όσα παίρνει κανείς για την ίδια δουλειά στην Ελλάδα. Με κράτησε, όμως, πίσω μία πολύ όμορφη σχέση, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα τελείωνε αν έφευγα. Κι οι φίλοι μου.

Θ.Θ.: Το μετάνιωσες που δεν έφυγες;

Δ.Β.: Ποτέ.

Θ.Θ.: Ούτε όταν χώρισες από αυτή τη σχέση;

Δ.Β.: Ούτε.





Θ.Θ.: Ποιο από τα δύο κομμάτια σου ξεχωρίζεις; «Για Ένα Αύριο» ή «Ένας Μονόλογος Φυγής»;

Δ.Β.: «Ένας Μονόλογος Φυγής»;

Θ.Θ.: Για ποιο λόγο;

Δ.Β.: Είναι πιο κοντά στην ψυχή μου. Μου «μίλησε» από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Λατρεύω το solo του, που παίζει απίστευτα ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης.

«ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΥΡΙΟ»

Θ.Θ.: «Έρχονται στιγμές που νιώθεις κενός, άλλες που ξυπνάς και νιώθεις δειλός»: πότε νιώθεις κενός και πότε δειλιάζεις;

Δ.Β.: Κενός νιώθω όταν δεν είμαι ερωτευμένος. Δειλός, όταν δεν έχω προσπαθήσει για κάτι όσο θα έπρεπε. Επίσης, δειλιάζω να εκφράσω τον έρωτά μου για έναν άνθρωπο.

«ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΦΥΓΗΣ»

Θ.Θ.: «Εγωισμός ή εμμονή η κάθε μας επιλογή»: Έχεις εγωισμό και εμμονές;

Δ.Β.: Είμαι εγωιστής σε μία σχέση, θέλω να περνάει το δικό μου (γέλια!) Η εμμονή μου είναι η τελειομανία που με διακατέχει.


Θ.Θ.: Αν δεν ήσουν τραγουδιστής, τι θα ήσουν; 

Δ.Β.: Γιατρός. Και νομίζω παθολόγος. 

Θ.Θ.: Πώς φαντάζεσαι τη ζωή σου σε 15 χρόνια από σήμερα;


Δ.Β.: Έχουμε κλείσει την Τεχνόπολη κι ετοιμαζόμαστε για συναυλία (ΓΕΛΙΑ!) Έξω; Ουρές! Φαντάζομαι - και ελπίζω - να έχω δύναμη για να δουλεύω πολύ! Θέλω να έχω τους ανθρώπους μου κοντά μου. Και να έρθουν άλλοι τόσοι, της ίδιας πάστας, που λέμε, της ίδιας αξίας, της ίδιας ποιότητας.

Θ.Θ.: Συγχωρείς εύκολα;

Δ.Β.: Ναι, πολύ.

Θ.Θ.: Σε ποια περίπτωση θα ήσουν αμείλικτος;

Δ.Β.: Με κάποιον που θα προσέβαλε την οικογένειά μου. Για μένα πες ό,τι θες. Έλα την επόμενη μέρα και πες μου: «Συγνώμη, Δημήτρη, ήμουνα νευριασμένος», «Γιατί, τι έγινε;» θα σου πω. Τέτοια φάση. Αλλά για την οικογένειά μου δε σηκώνω κουβέντα.

Θ.Θ.: Είσαι ερωτευμένος;

Δ.Β.: Πάντα είμαι. Έχω έναν καταπληκτικό άνθρωπο δίπλα μου. Είμαι πολύ τυχερός. 


Τρεις ερωτήσεις στο στιχουργό του "Για Ένα Αύριο" και του "Ένας Μονόλογος Φυγής".

Θ.Θ.: Γιατί διάλεξες τον Δημήτρη, μεταξύ άλλων, εκείνη τη νύχτα στο "Γυάλινο Μουσικό Θέατρο";

Σ.Α.: Όταν είδα και άκουσα τον Δημήτρη εκείνη τη νύχτα, είδα στο πρόσωπο ενός ταλαντούχου παιδιού όνειρα, τα οποία θέλησα να πραγματοποιήσουμε παρέα. Θέλησα να πορευτούμε με κεντρικό πυρήνα το πάθος μας για κοινούς στόχους, μέσα από την αγάπη μας για τη μουσική. 

Θ.Θ.: Πώς είναι να δουλεύεις μαζί του;

Σ.Α.: Ο Δημήτρης είναι συνεργάσιμος, ακούει τη γνώμη των άλλων και λειτουργεί πάντα ομαδικά. 

Θ.Θ.: Τι να περιμένουμε από εσάς τους δυο τα επόμενα χρόνια;

Σ.Α.: Πολλά νέα κομμάτια κι ελπίζω πολλές μουσικές παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Και μακάρι, αν όχι όλα, αλλά κάποια κομμάτια μας ν΄αντέξουν με την πάροδο του χρόνου.

(Ο Στράτος Αλημπατές, ο άνθρωπος που υπογράφει στιχουργικά τα δύο κομμάτια που ερμηνεύει ο Δημήτρης, κατάγεται από τη Μικρά Ασία και την Κρήτη. Είναι γεννημένος στο Μαρούσι στις 5 του Οκτώβρη του '81).



Συνέντευξη στο Θοδωρή Θεοχαρίδη.





Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

"ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΩΗ ΜΠΑΛΛΑ"

«Κανένας δε φαντάζεται τη δύναμη που κρύβει μέσα του, μέχρι να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσει», θα μου αποκαλύψει ο Ζώης Μπάλλας με την ορθοφροσύνη να φωτίζει το πρόσωπό του - κι ένα βλέμμα πολυμαθές, πολύγνωρο, που σε κοιτάζει κατάματα και σου εξομολογείται με μιαν αφοπλιστική ειλικρίνεια την ιστορία του. Γεννημένος τη 14η του Νοέμβρη το ’87, επαγγελματίας μπασκετμπολίστας μέχρι τα 24 του χρόνια, μοντέλο του Κωστέτσου από τα 22 του, απόφοιτος ΤΕΦΑΑ και εργαζόμενος ως γυμναστής, βρίσκεται σήμερα απέναντί μου, όχι για να μιλήσουμε σχετικά με το life style, το modeling, τη νύχτα, αλλά για να μου διηγηθεί μιαν ιστορία, «βασισμένη σε αληθινά γεγονότα», όπως την έζησε ο ίδιος και την κατέγραψε για πάντα στο μοτεράκι του μυαλού του, όταν αιμόφυρτος στο έδαφος, στη μέση ενός άδειου δρόμου, μία μέρα μετά την Πρωτομαγιά, αγωνιά να μεταφερθεί το συντομότερο δυνατό στο πλησιέστερο νοσοκομείο, εφόσον έχει πέσει από τη μηχανή και έχει συρθεί τουλάχιστον για 20 μέτρα! Ένα μάθημα ζωής δια στόματος Ζώη Μπάλλα. Κάπου στη Δάφνη, λοιπόν, σ’ ένα καφέ πάνω από το μετρό, διδάχτηκα ότι στη ζωή επιβιώνουν μονάχα οι μπροστάρηδες.


Θ.Θ.: Θέλω να σε γυρίσω σ’ εκείνη τη μέρα. Πες μου για το ατύχημα.

Ζ.Μ.: Πήγα για μπάνιο στην Άνω Γλυφάδα, στη Σαρωνίδα. Ήρθε η στιγμή να φύγω, ανέβηκα στη μηχανή και πήρα να οδηγώ με ταχύτητα πορείας σ’ ένα δρόμο άδειο. Σε κάποια φάση ο δρόμος είχε ένα ανάχωμα, το οποίο ήταν καταλυτικό: βγήκα εκτός πορείας και σύρθηκα περίπου 20 μέτρα πάνω στο τσιμέντο. Φόραγα μια βερμούδα, με αποτέλεσμα να πάθω εγκαύματα της κλίμακας του 9%, τα οποία ξεκινούσαν από το ισχίο και κατέληγαν στον αυχένα του αστραγάλου, κάτω, στο κουντεπιέ. Γρήγορα καταλήγω σε στρατιωτικό νοσοκομείο, (εφόσον αυτή την περίοδο εκτελώ τα στρατιωτικά μου καθήκοντα). Αποκτώ τραύματα και στην πλάτη.

Θ.Θ.: Στη μηχανή επέβαινες μόνος;

Ζ.Μ.: Ναι, μόνος μου.

Θ.Θ.: Την στιγμή που τελειώνει το επεισόδιο, μετά την πτώση σου από τη μηχανή, ποιον παίρνεις τηλέφωνο;

Ζ.Μ.: Τον πατέρα μου.

Θ.Θ.: Τι του λες;

Ζ.Μ.: «Πατέρα, μην αγχωθείς. Έχω χτυπήσει με τη μηχανή, αλλά ειμ’ εντάξει».

Θ.Θ.: Πόση ώρα είσαι πεσμένος και περιμένεις;

Ζ.Μ.: Τίποτα πέντε λεπτά.

Θ.Θ.: Δε σταμάτησε κανένας να σε βοηθήσει;

Ζ.Μ.: Αμέσως, κιόλας. Με πλησιάζει ένας κύριος, ο οποίος με ρωτά αν μπορώ να σηκωθώ και με μεταφέρει στο Ασκληπιείο της Βούλας, όπου μου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. Ο πατέρας μου ήρθε και με βρήκε εκεί.

Θ.Θ.: Πόσες μέρες νοσηλεύεσαι;

Ζ.Μ.: 14, μέχρι 16 του Μαΐου.

Θ.Θ.: Παίρνεις εξιτήριο από το νοσοκομείο και από το στρατό σού δίνεται αναρρωτική άδεια 12 μερών. Τη στιγμή, όμως, που περιμένει κανείς να παραμείνεις στο σπίτι και κλινήρης, εσύ κρυφά από γονείς και γιατρούς τρυπώνεις στο γυμναστήριο και προπονείσαι για τους αγώνες bodybuilding της Wabba. Πού βρίσκεις τη δύναμη, βρε Ζώη;

Ζ.Μ.: Κανένας δε φαντάζεται τη δύναμη που κρύβει μέσα του, μέχρι να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσει. Δεν ήθελα ν’ αφήσω την κατάσταση να με ρίξει. Στη ζωή μου έχω την τάση να κυνηγώ δαίμονες και να δημιουργώ φάσεις κι αντιφάσεις - πάντα στον εαυτό μου - αλλά με στόχο και μοναδικό σκοπό τη βελτίωσή του και μόνο. Θεώρησα ότι αν το αφήσω να με βάλει κάτω, ψυχικά θα πάψω να υπάρχω. Στη ζωή μου πάντα έδινα μπουνιά στο μαχαίρι κι έτσι κατάφερα να κάνω ό,τι πέτυχα μέχρι στιγμής. Είπα, λοιπόν: «Είμαι ζωντανός. Ειμ’ εδώ. Θα το παλέψω. Άλλοι δεν έχουνε πόδια ή χέρια, κατεβαίνουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες και διακρίνονται, παίρνουν πρωτιές. Τέλος. Θα το κάνω». Ξεκινώντας την προπόνηση, γνωρίζω ότι δεν μπορώ να προβώ σε αερόβιες ασκήσεις. Οι πληγές στο δεξί μου πόδι είναι ακόμη νωπές, με τραβούν και πονούν αφόρητα. Συνεπώς, δεν μπορώ να κάνω ούτε πόδια. Ευτυχώς, στο διαγωνισμό φοράμε βερμούδα, ενώ μαθαίνω η κατάσταση των ποδιών δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, εφόσον οι κριτές επικεντρώνονται στο πάνω μέρος. Έπρεπε, τώρα, να γυρίσω στη φυσική κατάσταση με την οποία προοριζόμουν να συμμετέχω στους αγώνες. Εξαιτίας, όμως, του ορού αλατιού που μου χορηγήθηκε στο νοσοκομείο, έγινε κατακράτηση νερού σε όλο μου το κορμί. Κι ενώ οι διατροφές που δίνω στους πελάτες μου δεν είναι ποτέ στερητικές, αλλά προσεγμένες και ευέλικτες, αναγκάζομαι στον ίδιο μου τον εαυτό να κάνω τρομερό κακό, μπλέκοντας με απογλυκογονόσεις, με αποτέλεσμα να είμαι όλη μέρα έτοιμος να καταρρεύσω, να λιποθυμήσω. Σκέψου ένα σώμα των 2,05 χωρίς υδατάνθρακα!

Θ.Θ: Μακριά απ’ όλους, βέβαια, αλλά αν κάτι παρόμοιο συνέβαινε σε κάποιον από τους πελάτες που γυμνάζεις και σου εξέφραζε την επιθυμία να προπονηθεί για να συμμετάσχει στους αγώνες, τι θα έκανες;

Ζ.Μ.: Θα του έδενα τα χέρια και τα πόδια στο κρεβάτι!

Θ.Θ.: Ξημερώνει, λοιπόν, 31 του μήνα. Τι σκέφτεσαι το πρωί, τη στιγμή που ανοίγεις τα μάτια σου;

Ζ.Μ.: Μα δεν τα ‘κλεισα όλη νύχτα. Γυρνούσα όλη τη νύχτα γύρω - γύρω στο σπίτι σαν το φάντασμα και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν αν θα μου επιτρέψουν ν’ αγωνιστώ με τις πληγές στο πόδι. Φτάνω, λοιπόν, στο ξενοδοχείο Novotel, όπου θα διεξήχθησαν οι αγώνες, με τη μόνη ανησυχία αν θα με αφήσουν να συμμετέχω με τις πληγές! Ωστόσο, όταν έπεσε το σπρέι, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Μόνο το τσιρότο φαινόταν ελάχιστα, χαμηλά στο κουντεπιέ. Διακρίθηκα στην 3η θέση. Οπότε μόλις μου δίνουν το μικρόφωνο, τους ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσαν να διαγωνιστώ, καταστώ σαφές ότι δε μ’ ενδιέφερε η 1η ή η 2η θέση, «γιατί 14 ολόκληρες μέρες ήμουνα στο νοσοκομείο και δεν ήξερα τι μου ξημερώνει». Καταχειροκροτήθηκα.

Θ.Θ.: Σε κάποια από τις αναρτήσεις σου στο Facebook - μετά το πέρας των αγώνων - δίνεις την εντύπωση ότι νιώθεις πια δικαιωμένος. Όμως , εναντιώνεσαι στα εμπόδια που, εν τέλει, κατάφερες να ξεπεράσεις. Γιατί ξεσπάς;

Ζ.Μ.: Πριν μπω φαντάρος, συνέβη κάτι άσχημο: με κρέμασε με πολύ άσχημο τρόπο ένας άνθρωπος τον οποίο εμπιστεύτηκα με τα μάτια κλειστά. Με χώρισε η κοπέλα μου, χωρίς να μου αποκαλύψει τον αληθινό λόγο. Κάτι μου ‘πε, μα δεν ήταν η αλήθεια. Μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ δεύτερος. Κι ήρθε η στιγμή που έκανα τον απολογισμό: μπαίνω στο στρατό, χάνω τις δουλειές μου, απολύομαι από τα γυμναστήρια που δουλεύω επειδή αρνούνται να μου κολλήσουν ένσημα, το παλεύω μόνος μου, κάνω τα personal, βγαίνω για ψώνια, τρέχω για τα συμπληρώματα, γυρίζω σπίτι, καταπιάνομαι με τη μαγειρική, πέφτω αργά για ύπνο, για να σηκωθώ το επόμενο πρωί στις πέντε και μισή το ξημέρωμα. Οπότε, έκανα πάλι μια σύσκεψη με τον εαυτό μου και είπα ότι, για να μην καταλήξω στα ψυχοφάρμακα, θα θέσω ένα στόχο και δειλά - δειλά θα προσπαθήσω να τον πετύχω. Αυτός ο στόχος ήταν οι αγώνες. Πια, καταλαβαίνεις στο 100% για ποιο λόγο δεν κατάφερε - δεν επέτρεψα! - να μ’ εμποδίσει ένα ατύχημα να πραγματοποιήσω το στόχο μου. Πλέον, ό,τι συνέβη δεν έχει καμία σημασία, γιατί τελικά λειτούργησε υπέρ μου.

Θ.Θ.: Όταν αποκαλύπτεις στους γονείς σου ότι κατέκτησες την 3η θέση στους πανελλήνιους αγώνες bodybuilding της Wabba, πώς αντέδρασαν;

Ζ.Μ.: Τελείωσε ο διαγωνισμός, πήρα στο κινητό τη μάνα μου, η οποία με έψαχνε όλο το πρωί και αντί «Καλημέρας» τής είπα: «Βγήκα 3ος σε όλη την Ελλάδα!» Δεν ήξερε από πού της ήρθε.

Θ.Θ.: Αν δεν είχες το ατύχημα, πιστεύεις ότι θα έβγαινες πρώτος;

Ζ.Μ.: Ναι, νομίζω. Σίγουρα θα είχα δουλέψει καλύτερα με το σώμα μου. Θα είχα πλασαριστεί, νομίζω, καλύτερα.

Θ.Θ.: Τι σου δίδαξε αυτή η ιστορία;

Ζ.Μ.: Ότι στη ζωή, τελικά, μόνο οι τρελοί, οι μπροστάρηδες κι εκείνοι που έχουν άγνοια κινδύνου επιβιώνουν. Η λογική σού χτυπάει την πόρτα πολλές φορές. Σου λέει μόνο σωστά και λογικά λόγια, ναι. Στην ψυχή, όμως, κάθε ανθρώπου σιγοκαίει μια μικρή φλόγα. Καθένας για τους δικούς του λόγους, αν θελήσει - εν όψει κάποιας δυσκολίας ή προβλήματος - να ρίξει λίγο πετρέλαιο και να την κάνει ολόκληρη πυρκαγιά, νομίζω ότι αξίζει να το κάνει. Είμαι βέβαιος ότι θα βγεις καλύτερος άνθρωπος.

Θ.Θ.: Μετά το γεγονός με την πρώην κοπέλα σου, πόσο δύσκολο σου είναι να εμπιστευτείς κάποια γυναίκα;

Ζ.Μ.: Τρομερά δύσκολο. Κοίτα, δεν είμαι από τους άντρες που τη πρώτη νύχτα θα πάνε με τη μία και τη δεύτερη με την άλλη. Στα 27 μου χρόνια θεωρώ ότι είναι πολύ άσχημο ν’ αναλώνεσαι σε τέτοιες διαδικασίες. Είναι χαμένος χρόνος. Διάβασα τις προάλλες ένα ποίημα, το «Νέοι της Σιδώνος», του Κωνσταντίνου Καβάφη. Είναι ένα ποίημα το οποίο πραγματεύεται την κατάντια της νιότης. Μία παρέα νέων παιδιών, δροσερά, που κρύβουν μέσα τους όλη τη δύναμη της νιότης, μα ουσιαστικά έχουν γεράσει, έχουνε πεθάνει πρόωρα. Οι πιο πολλές κοπέλες που γνωρίζω, φοβούνται μην πληγωθούν. Αυτές έχουνε πάψει να μ’ ενδιαφέρουν. Ένας άνθρωπος που φοβάται να ερωτευτεί, να φάει τα μούτρα του, να ζήσει τα καλά και τα κακά σε μια σχέση, θεωρώ ότι είναι νεκρός. Εγώ δεν μπορώ να συναναστραφώ νεκρούς ανθρώπους, λυπάμαι. Είμαι ζωντανός.

Θ.Θ.: Πες μου για την επόμενη γυναίκα που θα σε σαγηνεύσει…

Ζ.Μ.: Η επόμενη γυναίκα που θα μπει στη ζωή μου, θα γίνει κι επίσημα γυναίκα μου. Αξία σε ανθρώπους που δεν κρύβουνε μέσα τους αποθέματα αγάπης, άρα δεν έχουνε να σου δώσουν ουσιαστικά τίποτα, δεν πρόκειται να δώσω ξανά. Προσωπικά, έχω μέσα μου πολλή στοργή και μου αρέσει να τη χαρίζω. Αλλά την κρατώ για τη γυναίκα που, όπως είπες, θα με σαγηνεύσει. Για τη γυναίκα που θα ‘ναι αληθινά δίπλα μου.

Θ.Θ.: Όταν απολυθείς, τι θα κάνεις;

Ζ.Μ.: Θα κοιτάξω τα επαγγελματικά μου. Θα επιδιώξω να έχω ένα σταθερό εισόδημα για να μπορέσω να καλύψω τις τρύπες που μου έχει δημιουργήσει ο στρατός.


Θ.Θ.: Πώς φαντάζεσαι ότι θα είσαι σε 10 χρόνια από σήμερα;

Ζ.Μ.: Θέλω να κάνω οικογένεια. Είναι η μεγαλύτερη ευτυχία. Θέλω να ‘μαι οικονομικά ανεξάρτητος και να ‘μαι καταξιωμένος στη δουλειά μου.




Συνέντευξη στο Θοδωρή Θεοχαρίδη.


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

"ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΑΝΙΣΤΑ - ΜΟΥΣΙΚΟ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ"


«Νιώθω ευλογημένος για τον τρόπο με τον οποίο μου έχουν έρθει τα επαγγελματικά μου ως τώρα. Αν συνεχίσω έτσι, φαντάζομαι ότι θα φτάσω σε κάποιο επίπεδο στο οποίο θα ζω πια από τη μουσική μου, θα με ξέρει μια γενναία μερίδα ανθρώπων και θα το κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου», θα μου εξομολογηθεί ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου, πίνοντας βιαστικές τζούρες από τον καφέ του και καπνίζοντας από τα στριφτά του. Ο Αντώνης είναι πιανίστας. Σπουδαίος μουσικός. Άξιος προσοχής. Σημαντικός άνθρωπος. Εξαίρετος νέος. Στην ανατολή της καριέρας του μου χάρισε από τον πολύτιμο χρόνο του για να μου μιλήσει σχετικά με τη πρώτη, επίσημη δουλειά του, μια συνεργασία με τον Αργύρη Αγγέλου και την Πέγκυ Σταθακοπούλου, στην παράσταση του Νίκου Καραγεώργου με τίτλο «Vincent Rivers», στην οποία χάρισε τις ταξιδιάρες νότες του. Ο επάξιος πιανίστας μεταβαίνει 18 χρόνια πίσω, ενθυμούμενος την απαρχή του ταξιδιού του στον κόσμο της μουσικής, όταν πειραματιζόταν ακόμη, ως μικρό παιδί, με τα πλήκτρα του πιάνου της γιαγιάς του στο σαλόνι της. Μου αποκαλύπτει τι του γράφουνε στα προσωπικά mails που του στέλνουνε η Μισέλ Μακλάφιν, ο Ρομπέρτο Κατσιαπάγλια και ο Φαζέλ Σάι, πολυβραβευμένοι, θαυμαστοί, ικανότατοι μουσικοί από το εξωτερικό. Κουβεντιάζουμε για τα υπέρ και τα κατά του χώρου του. Μαντεύει για ποιο λόγο ένας καλλιτέχνης επιλέγει ορισμένες φορές να ζήσει μόνος του. Ξεκαθαρίζει ότι δεν τον τρομάζουν οι  συνθήκες ζωής της κρίσης, ενώ φαντάζεται τη ζωή του σε 20 χρόνια από σήμερα. Αισιόδοξος, με πίστη στην καλή έκβαση των πραγμάτων, χαρισματικός, με έμφυτη εξαιρετική ικανότητα στην αντίληψη για τη ζωή, προικισμένος με παιδεία και μόρφωση. 


Είναι ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου!


Θ.Θ.: Πρώτη επίσημη συνεργασία. Αργύρης Αγγέλου - Πέγκυ Σταθακοπούλου, στο θεατρικό έργο «Vincent Rivers», στο οποίο χαρίζεις τη μουσική σου. Πώς προκύπτει αυτή η δουλειά;

Α.Π.: Ανοίγω κάποιο πρωί τα e-mails μου και βλέπω ένα μήνυμα από τον Αργύρη - τον οποίο ήξερα, ας πούμε λίγο πιο προσωπικά, μόνο μέσα από το Instagram - όπου μου γράφει: «Έχω μία τρελή ιδέα! Θέλεις να γράψεις μουσική για ένα έργο που θέλω ν’ ανεβάσω;» Μου στέλνει το σενάριο. Το διαβάζω απευθείας και του απαντώ θετικά χωρίς δεύτερη σκέψη. Συναντηθήκαμε λίγο πριν φύγω για το Λονδίνο - για κάποια σεμινάρια μουσικής - ενώ η επαφή μας περιορίζεται στο τηλέφωνο και στο Skype. Εφόσον, λοιπόν, είμαι στο Λονδίνο, βρίσκω την ευκαιρία να επισκεφθώ την ανατολική  του πλευρά, όπου διαδραματίζεται το έργο, για να γυρίσω στην Ελλάδα και να γνωρίσω, επιτέλους, από κοντά το σκηνοθέτη, το Νίκο Καραγεώργο και ν' αρχίσουμε να δουλεύουμε πια όλοι μαζί. Βλέπω μερικές σκηνές επάνω στο σανίδι, γράφω τη μουσική τους, έχω την καθοδήγηση του Νίκου, του Αργύρη και της Πέγκυ και παράγεται στο τέλος ένα αποτέλεσμα, ιδιαίτερα ικανοποιητικό για όλους μας. Οπότε, ανοίγουμε τα πανιά μας και σαλπάρουμε.


Θ.Θ.: Ειν’ η πρώτη σου δουλειά, είσαι αγχωμένος;

Α.Π.: Πολύ. Ήμουν, όμως, τυχερός. Ο Νίκος με καθοδήγησε όπως έπρεπε. Με ξεκλείδωσε. Μ’ έβαλε να δω ταινίες του συγγραφέα του έργου στον κινηματογράφο, με βοήθησε να καταλάβω το στυλ, να μπω στο συναίσθημα, περάσαμε ώρες στο τηλέφωνο, εξηγώντας μου τι μπορεί να έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας, τι οι ήρωες κι απαντώντας με σοβαρότητα και ειλικρίνεια στις απορίες και τις ερωτήσεις μου. Έγινε λεπτομερής και προσεγμένη δουλειά. 

Θ.Θ.: Πόσα κομμάτια συνθέτεις για το έργο;

Α.Π.: 30.

Θ.Θ.: Στην παράσταση επιλέγονται ν’ ακουστούν;

Α.Π.: Τα 4.


Θ.Θ.: Αντώνη, τι συμβαίνει στο μυαλού ενός 8χρονου πιτσιρικά, ο οποίος αποφασίζει να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι στον κόσμο της μουσικής;

Α.Π.: Δεν ήτανε δική μου απόφαση. Η γιαγιά μου, η οποία εργάστηκε ως καθηγήτρια μουσικής, ήταν η πρώτη που παρατήρησε ότι κοιτάζω λίγο περισσότερο από τον αδερφό μου το πιάνο που είχε στο σαλόνι της. Περνούσα, ας πούμε, από μπροστά και πατούσα τα πλήκτρα. Κάποια μέρα συμβούλεψε τους γονείς μου να ξεκινήσω μαθήματα πιάνου. Κι έτσι, έγινε η αρχή.

Θ.Θ.: Μάλιστα. Κάθεσαι μια ωραία μέρα στο πιάνο σου, η κάμερα από το πλάι σε καταγράφει και παίζεις τον «Κεμάλ». Εκτέλεση πολύ καλή, αφού σύντομα αποφασίζεται από τους υπεύθυνους του site του Χατζιδάκι ν’ ανέβει στη σελίδα. Το ίδιο συμβαίνει με κομμάτι της Χαρούλας Αλεξίου, του Θέμη Καραμουρατίδη, ενώ άλλες δημιουργίες σου ακούγονται στον Menta fm και στον Ερωτικό. Το περίμενες;

Α.Π.: Για κανένα λόγο. Εδώ δεν περίμενα την απήχηση που είχε το πρώτο video που ανέβασα στο YouTube, για το οποίο ευθύνεται η κοπέλα μου, η οποία μου λέει μια μέρα: «Παίζεις πιάνο τόσο καλά και δεν το ξέρει κανένας!» Ήταν μια άσκηση, θυμάμαι, το πρώτο μου βιντεάκι. Στην αρχή, λοιπόν, το έκανα για τους ανθρώπους μου, για τους φίλους μου, για μένα. Από τότε, όμως, που κάποιοι ξένοι έδειξαν έντονα το ενδιαφέρον τους για τη δουλειά μου, τότε άρχισε να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις το θέμα. Οι Έλληνες γουστάρανε πιο πολύ τη φάση «Α, αυτός είναι Έλληνας!»

Θ.Θ.: Σε ενόχλησε αυτό;

Α.Π.: Καθόλου, αν είναι δυνατόν! Αν οι Έλληνες χαίρονται επειδή κάποιος συμπατριώτης τους αναγνωρίζεται στο εξωτερικό, η χαρά μου είναι μεγάλη. Βέβαια, ας μη γελιόμαστε. Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που ακούν ορχηστρική ή κλασσική μουσική και πιάνο, δεν τόσοι όσοι είναι έξω. Κι όταν λέω έξω, αναφέρομαι σε 30 περίπου χώρες. 

Θ.Θ.: Αυτοί, λοιπόν, από το εξωτερικό που μπήκανε, σε άκουσαν και τους άρεσες ιδιαίτερα είναι σπουδαίοι μουσικοί. Ποιοι είναι; Τι σου γράφουν;

Α.Π.: Η Michele McLaughlin, πολυβραβευμένη μουσικός στην ορχηστρική μουσική, με ευχαριστεί επειδή είμαι ο μόνος  Έλληνας που παίζει κομμάτια της και την κάνω έτσι γνωστή και στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά η ίδια μου γράφει. Συγκεκριμένα, με είχε δει στους «Παίδες», του Alpha, όπου έπαιξα κάτι δικό της και είχε χαρεί, θυμάμαι, πολύ. Κάποτε, είχα στείλει ένα e-mail στον Ρομπέρτο Κατσιαπάγλια με δικές μου εκτελέσεις, ο οποίος επίσης μου απάντησε με πολύ θετικά σχόλια. Και τέλος, κάτι που δεν το περίμενα με τίποτα, ο Τούρκος πιανίστας και συνθέτης Φαζέλ Σάι μού έκανε ένα like σε κάποιο από τα video μου, του έστειλα μήνυμα για να τον ευχαριστήσω που μπήκε να με ακούσει κι εκείνος με συνεχάρη εγκάρδια. Ήταν μεγάλη τιμή που πήρα «συγχαρητήρια» απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Τον θαυμάζω πολύ.

Θ.Θ.: Ο κόσμος τι σου γράφει, Αντώνη;

Α.Π.: Οι περισσότεροι με συγχαίρουν, μου υπόσχονται ότι θα με ακολουθούν και θα με στηρίζουν. Πολλοί μου γράφουν ότι τους εμπνέω, ότι τους δίνει δύναμη το γεγονός πως ένας νέος άνθρωπος ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική και δεν το βάζει κάτω. Έρχονται μηνύματα στα οποία μου εξομολογούνται κάποιοι πως έχουνε παρατήσει το πιάνο κι εξαιτίας μου το ξεκίνησαν και πάλι. Ουσιαστικά, σχεδόν όλοι υπογραμμίζουν και τονίζουν πόσο κουράγιο τους δίνω. Κι είναι υπέροχο, αν αναλογιστούν κι εκείνοι πως όση δύναμη τους δίνω, άλλη τόση παίρνω κι εγώ απ’ αυτούς.

Θ.Θ.: Αρνητικά σχόλια έχεις λάβει;

Α.Π.: Ναι, δύο φορές, στο YouTube. Μου γράφει - ο ίδιος τύπος και τις δύο φορές - ότι είμαι η απόλυτη ξεφτίλα, η ντροπή της μουσικής και με συμβουλεύει να σταματήσω να παίζω, διότι ντροπιάζω όλους τους μουσικούς. Λοιπόν, επίτρεψέ μου να σου πω το εξής: δεν είναι ότι δε δέχομαι τα αρνητικά σχόλια κάποιου, φυσικά και είναι ευπρόσδεκτα, αλλά γνωρίζω ότι δεν είμαι η ντροπή της μουσικής. Το ξέρω ότι δεν είμαι ο καλύτερος, αλλά σίγουρα δεν ντροπιάζω τη μουσική.

Θ.Θ.: Επέλεξες να μην απαντήσεις;

Α.Π.: Ναι, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.

Θ.Θ.: Αντώνη, γιατί στην Ελλάδα δεν είμαστε φίλοι της κλασσικής μουσικής;

Α.Π.: Νομίζω επειδή οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι της διασκέδασης παρά της ψυχαγωγίας. Να βγω έξω, να τα πιω, να τα σπάσω. Το καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί πια είναι πολύ πιεσμένοι και θέλουν να βρεθούν για πέντε ώρες και να ξεδώσουν.

Θ.Θ.: Αυτό που λέμε «ποιοτικό» και «μη ποιοτικό», μπορείς να μου το εξηγήσεις;

Α.Π.: Αυτό με τις ταμπέλες, Θοδωρή, το βρίσκω μεγάλη βλακεία. Ειδικά, όταν ακούω τη λέξη «εμπορικό». Παράδειγμα, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι πιο εμπορικό από την Μποφίλιου. Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν είναι ποιοτική η μουσική της; Η γυναίκα έχει τη φωνάρα του αιώνα και τα τραγούδια της είναι υπέροχα. Απλά στην Ελλάδα, οι δήθεν κουλτουριάρηδες, το θεωρούν κακό να πουλάει κάτι. Στη χώρα μας, επίσης, υπάρχει μιαν ανάγκη να το παίζουμε ποιοτικοί.

Θ.Θ.: Πες μου για τα δικά σου ακούσματα.

Α.Π.: Έχω περάσει απ’ όλα τα στάδια. Όταν ήμουνα μικρός, εξαιτίας του αδερφού μου, άκουγα hip hop. Μετά, ήρθε η metal. Ύστερα, η pop. Πέρασε κι η φάση των ελληνικών. Αυτή τη στιγμή ακούω πιο πολύ ορχηστρικά, Αλεξίου, Μποφίλιου, Ζουγανέλη, Γαλάνη, μπλα, μπλα, μπλα… Αλλά θ’ ακούσω και την Πάολα. Μ’ αρέσει. Για να εμπνευστώ, θ’ ακούσω κυρίως ορχηστρική μουσική. Επίσης, θαυμάζω πολύ την Ελένη Καραΐνδρου και την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τις θεωρώ απίστευτα ταλέντα.

Θ.Θ.: Τι μισείς στο χώρο σου;

Α.Π.: Δεν αντέχω τη νοοτροπία των περισσότερων σχετικά με τα κονέ και τα λεφτά. Ειδικά με τα λεφτά. Τι εννοώ. Υποτίθεται - τουλάχιστον έτσι λειτουργούν τα πράγματα έξω, χωρίς να θέλω να πω ότι έξω είναι ο παράδεισος - πως η δισκογραφική επενδύει σ’ ένα νέο καλλιτέχνη κι όχι ο καλλιτέχνης στη δισκογραφική. Λέγεσαι νέος καλλιτέχνης, άρα προφανώς δεν έχεις ιδιαίτερες οικονομικές δυνατότητες για να μπορέσεις να στηρίξεις τον εαυτό σου. Επομένως, ποιος περιμένεις να το κάνει για σένα; Η δισκογραφική. Κι όχι να δίνεις εσύ λεφτά στη δισκογραφική. Μ’ ενοχλεί ο τρόπος που κινείται το χρήμα στο χώρο μου.

Θ.Θ.: Αν τα πράγματα ζορίσουνε παραπάνω, θα έφευγες στο εξωτερικό;

Α.Π.: Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μείνω μόνιμα έξω. Το τρίμηνο, όμως, ταξίδι μου στο Λονδίνο το λάτρεψα. Το ιδανικό θα ήτανε να μπορώ να πηγαίνω και να έρχομαι. Ν’ ανοίξω, για παράδειγμα, μια συνεργασία με το Λονδίνο, αλλά να μπορώ να επιστρέφω στην πατρίδα μου όποτε θέλω.  

Θ.Θ.: Περίγραψέ μου μια τυπική, καθημερινή σου μέρα.

Α.Π.: Αρχικά, ξυπνώ πρωί, μου αρέσει το πρωινό ξύπνημα. Έχω τα μαθήματα με τη δασκάλα μου και τα ιδιαίτερα μαθήματα που κάνω εγώ σε άλλους. Όλη η υπόλοιπη μέρα περνά με τον Αντώνη πάνω από ένα πιάνο, είτε διαβάζοντας για το πτυχίο μου, είτε γράφοντας μουσική. Θα καθίσω μετά στο Facebook, θα μιλήσω σ’ επαγγελματικό επίπεδο με διάφορους ανθρώπους ή θα χαριεντιστώ λιγάκι με φίλους και γνωστούς. Έπειτα, γυρίζω πάλι στο πιάνο, ενώ αν προκύψει καλή παρεούλα, ίσως πάω για έναν καφέ ή για ένα ποτάκι. Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μου, πάντως, το περνώ στο πιάνο μου, ή στο lap top μου, διορθώνοντας τη μουσική που έχω γράψει.

Θ.Θ.: Όταν σταματάς να παίζεις, είναι επειδή βαρέθηκες ή επειδή κουράστηκες;

Α.Π.: Επειδή δεν αντέχω άλλο να παίζω! Πεθαίνω επάνω στο πιάνο. Τραγωδία κανονική. Παίζω μέχρι να πονέσουν τα χέρια μου και το κεφάλι μου, μέχρι να κολλήσει ο νους μου και να ‘ναι πια αδύνατο να γράψω κάτι άλλο - κι από το να σπάσω το πιάνο πάνω στα νεύρα μου, προτιμώ να σταματήσω. Αυτό συμβαίνει σχεδόν κάθε μέρα.

Θ.Θ.: Τι έχει αλλάξει στον Αντώνη - δημιουργό και στον Αντώνη - άνθρωπο από τότε που ξεκίνησε να κάνει μουσική;

Α.Π.: Ως δημιουργός, έχω αλλάξει αρκετά. Έχοντας συνεργαστεί με πολλούς ανθρώπους κι έχοντας αποκτήσει κάποιες εμπειρίες, μπορώ πια με βεβαιότητα να πω ότι γράφω μουσική. Παλαιότερα, έγραφα απλά νότες. Έχω καταφέρει ν’ αποτυπώνω πλέον τη μουσική που μου ζητάται, ενώ παλιότερα έγραφα συγκεκριμένη μουσική - κι αυτό δεν άλλαζε εύκολα. Βέβαια, έχω δρόμο μπροστά μου για να εξελιχθώ περισσότερο. Κοντολογίς, με την πάροδο του χρόνου, νιώθω ολοένα και πιο σίγουρος. Ως άνθρωπος, έχω καταλάβει - τρόπον τινά - πως δε μ’ ενδιαφέρει τίποτ’ άλλο πέρα από τη μουσική. Δε συζητώ για την οικογένεια, τους φίλους και την κοπέλα μου. Αλλά η μουσική με γεμίζει τόσο πολύ, που δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο.

Θ.Θ.: Αν ζούσες σε παλαιότερες εποχές, σε ποιες φωνές θα χάριζες τη μουσική σου;

Α.Π.: Έχω μεγάλο έρωτα με τη φωνή της Αρίθα Φράνκλιν, Αμερικανίδα τραγουδίστρια, γεννημένη το 1942, συνθέτρια και πιανίστρια. Σήμερα είναι 73 ετών. Μιαν άλλη καλλιτέχνιδα, η οποία όμως δεν έρχεται από αλλοτινή εποχή, αλλά θα ‘θελα να της γράψω μουσική, είναι η Τζέσι Τζέι. Η φωνή της είναι εξωπραγματική. Θεωρώ ότι είναι, αν όχι η ωραιότερη φωνή εν ζωή, μία από τις πιο ξεχωριστές και ιδιαίτερες. Στην Ελλάδα, σαφώς κι έχουμε πολύ καλές φωνές, αλλά η αγάπη μου για τις ελληνικές, γυναικείες φωνές είναι λιγάκι ιδιαίτερη. Θα σου πω τα τετριμμένα, γι' αυτό δε θα ονοματίσω. Οι πιο πολλές εννοούνται. 

Θ.Θ.: Θα θυσίαζες τη ζωή σου για τη μουσική;

Α.Π.: Μια φορά κι έναν καιρό, είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με τη δασκάλα της μουσικής μου. Συζητούσαμε ότι η μουσική μπορεί να σε γεμίσει τόσο πολύ, αλλά από την άλλη να σε αποκόψει από τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς να το καταλάβεις, να ξημερώσει μια μέρα και να πεις: «Ωχ… Δεν έχω κανέναν άνθρωπο στη ζωή μου. Τι μου συνέβη;» Δε θα θυσίαζα για κανένα λόγο τη ζωή μου για τη μουσική. Διάβασα προχτές, ας πούμε, ότι η αγαπημένη μου πιανίστρια διαβάζει 16 ώρες την ημέρα. Αυτό, για παράδειγμα, δε θα μπορούσα ποτέ να το κάνω. Προσπαθώ να ζω με μέτρο.




Θ.Θ.: Για ποιο λόγο, όμως, ένας καλλιτέχνης, πολλές φορές, αποφασίζει να ζήσει μοναχός του;

Α.Π.: Κοίταξε, ένας καλλιτέχνης πρέπει να έχει κοντά του ανθρώπους που τον καταλαβαίνουν. Είναι δύσκολο κάποιος άνθρωπος, που δεν έχει σχέση με την τέχνη, να καταλάβει ότι εγώ, ας πούμε, θα καθίσω 12 ώρες στο πιάνο, δε θα παράξω απολύτως τίποτα, για ένα χρόνο δε θα έχω λεφτά, αλλά θα δουλεύω κανονικότατα. Επίσης, πολλοί δε θεωρούν δουλειά το να παίζεις πιάνο. Συχνά, υπάρχει έλλειψη κατανόησης. Άρα, κάποιοι επιλέγουν να μείνουν μόνοι τους. Αυτό δε θα το άντεχα με τίποτα. Θέλω και να ξεσπάσω, θέλω και να μιλήσω, θέλω και να ξεχαστώ. Δεν είναι υγιές να ζεις μόνος.

Θ.Θ.: Σε τρομάζουν οι συνθήκες ζωής;

Α.Π.: Είμαι ένας πάρα πολύ θετικός άνθρωπος. Δε μιζεριάζω ποτέ. Είμαι, επίσης, πολύ τυχερός που έχω την ψυχολογική και οικονομική στήριξη των γονιών μου. Αναγνωρίζω, δηλαδή, ότι υπάρχουν πιο ταλαντούχα παιδιά από μένα, αλλά λόγω οικονομικής ανεπάρκειας αναγκάζονται ν’ αφήσουν τη μουσική. Άρα, το εκτιμώ αυτό που μου συμβαίνει. Με τρομάζουν οι συνθήκες ζωής σήμερα, αλλά για κανένα λόγο δε με ρίχνουν. Δουλεύω, όπως προείπα, ως καθηγητής για να βγάζω τα χρήματά μου. Έχω δουλέψει ως σερβιτόρος και ως barman. Όταν, λοιπόν, οι συνθήκες δεν είναι οι τέλειες, αλλά μπορείς να προσπαθήσεις, καν’ το. Συνήθως, αν όχι πάντα, δεν είναι τέλειες. Άρα, κανένας δεν έχει δικαιολογίες. 

Θ.Θ.: Τι δε θα έκανες μουσικά στη χώρα μας;

Α.Π.: Δε θα έπαιζα ποτέ στα μπουζούκια. Δε θα άντεχα ούτε το ωράριο, ούτε ν’ ακούω επί τόσες ώρες αυτή τη μουσική μες στην κάπνα.

Θ.Θ.: Αν είχες ανάγκη;

Α.Π.: Σαφώς θα το 'κανα. Αλλά θα ήταν από τις τελευταίες μου επιλογές. Θα προτιμούσα, δηλαδή, να παίζω σε μουσικές σκηνές, στηρίζοντας με λιγότερα λεφτά τον εαυτό μου. Εν τέλει, βέβαια, χώρος μουσικής είναι και τα μπουζούκια, απλά λίγο διαφορετικός.

Θ.Θ.: Οι γονείς σου τι γνώμη έχουνε για τη δουλειά σου; Συμφωνούν, διαφωνούν ή βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα;

Α.Π.: Τους πήρε καιρό να καταλάβουν ότι δε θα ‘χω ένα μηνιαίο μισθό, ή ότι για καιρό θα ‘μαι χωρίς δουλειά, ή ότι τη μία δε θα παίρνω φράγκο και την άλλη θα τα παίρνω μαζεμένα. Όπως όλοι οι Έλληνες γονείς ανησυχούν για τα παιδιά τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ανησυχούν κι οι δικοί μου. Αλλά, επειδή οι γονείς μου με ακούνε πολύ, τους ενδιαφέρει τι έχω να πω, δεν έχω ιδιαίτερο πρόβλημα. Με στηρίζουν όσο μπορούνε. Τώρα δε, που ήρθε η πρώτη επαγγελματική δουλειά και συνεργασία, συνειδητοποιούν ότι μπορώ, τελικά, να δώσω κάτι.

Θ.Θ.: Υπάρχει κάποια κορυφαία προσωπικότητα της μουσικής, εν ζωή ή όχι, με την οποία θα ήθελες να συνεργαστείς;

Α.Π.: Με τον Μπαχ και τον Λιστ.

Θ.Θ.: Γιατί με αυτούς τους δύο;

Α.Π.: Ο Μπαχ ήταν η μεγαλύτερη διάνοια της μουσικής, θεωρείται ο «πατέρας της σύνθεσης» και ένα κομμάτι του μπορεί να συμπεριλαμβάνει τα άπαντα περί μουσικής. Ο Λιστ έχει γράψει τις πιο συγκλονιστικές μελωδίες που υπάρχουν. Είναι υπέροχος, ενώ θα 'λεγα ότι με γοητεύει που είναι  πολύ δύσκολος.

Θ.Θ.: Πώς ΦΑΝΤΑΖΕΣΑΙ ότι θα έχεις εξελιχθεί σα μουσικός στα 40 σου χρόνια;

Α.Π.: Λοιπόν, εκτός από το γεγονός ότι έχω προσπαθήσει πολύ για ό,τι έχω καταφέρει μέχρι σήμερα, ξέρω ότι είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος. Νιώθω ευλογημένος για τον τρόπο με τον οποίο μου έχουν έρθει τα επαγγελματικά μου ως τώρα. Αν συνεχίσω έτσι, φαντάζομαι ότι θα φτάσω σε κάποιο επίπεδο στο οποίο πια θα ζω από τη μουσική μου, θα με ξέρει μια γενναία μερίδα ανθρώπων και θα αυτό θα κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Θ.Θ.: Και πώς ΘΑ ΗΘΕΛΕΣ να έχεις εξελιχθεί σα μουσικός στα 40 σου χρόνια;

Α.Π.: Θα ‘θελα να είμαι σαν τον Τζέιμς Χόρνερ ή τον Φίλιπ Γκλας. Να ηχογραφώ τα CD μου, ενώ παράλληλα να ντύνω ταινίες με ορχηστρικά soundtracks. Θα ήταν το ιδανικό. 



Το ραντεβού μας δόθηκε την περασμένη εβδομάδα, στην πλατεία Αμαρουσίου, λίγο μετά τις τέσσερις το μεσημέρι. Παρά την επίμονη ζέστη, το συχνό πήγαιν' έλα του ηλεκτρικού πάνω από το καφέ που επιλέξαμε να καθίσουμε, την οχλαγωγία και το συνωστισμό, δηλώνω με βεβαιότητα πως η συνάντησή μου με τον Αντώνη ήταν δημιουργικά ευχάριστη. Ίσως επειδή όταν έχεις απέναντί σου τον Αντώνη Παπακωνσταντίνου, δε σε νοιάζει απολύτως τίποτ' άλλο!

Συνέντευξη στο Θοδωρή Θεοχαρίδη.